- ἐπινέμησις
- ἐπινέμησιςappropriate apportioningfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινέμησις — ἐπινέμησις, ή (AM) [επινέμω] 1. επιβολή φόρου 2. διάδοση, εξάπλωση 3. φρ. «ἐπινέμησις ινδικτιών», η χρονολογική σειρά που αρχίζει το β’ έτος τής βασιλείας τού Αυγούστου μσν. καθορισμός τών στρατευσίμων μιας πόλης αρχ. 1. (για ιατρ. θεραπεία)… … Dictionary of Greek
ἐπινεμήσει — ἐπινέμησις appropriate apportioning fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπινεμήσεϊ , ἐπινέμησις appropriate apportioning fem dat sg (epic) ἐπινέμησις appropriate apportioning fem dat sg (attic ionic) ἐπινέμω allot fut ind mid 2nd sg ἐπινέμω allot… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινεμήσεις — ἐπινέμησις appropriate apportioning fem nom/voc pl (attic epic) ἐπινέμησις appropriate apportioning fem nom/acc pl (attic) ἐπινέμω allot fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινεμήσεσι — ἐπινέμησις appropriate apportioning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινέμησιν — ἐπινέμησις appropriate apportioning fem acc sg ἐπινέμω allot pres subj mp 2nd sg (epic) ἐπινέμω allot pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινεμήσεων — ἐπινεμήσεω̆ν , ἐπινέμησις appropriate apportioning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινεμήσεως — ἐπινεμήσεω̆ς , ἐπινέμησις appropriate apportioning fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИНДИКТ — [индиктион; лат. indictio; греч. ἰνδικτιών, ἴνδικτος, ἐπινέμησις], 15 летний период, использовавшийся в качестве единицы системы летосчисления. Термин (букв. указание, разверстка налога) впервые появляется в документах из рим. Египта после 297 г … Православная энциклопедия